μαξιλάρα

μαξιλάρα
η
1. μεγάλο μαξιλάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλάρι + μεγεθ. κατάλ. -άρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαξιλάρα — η μεγάλο μαξιλάρι συνήθως διακοσμητικό: Διακόσμησε τον καναπέ με κεντημένες μαξιλάρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεφαλάρι — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 624 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται στην πεδιάδα, στις πηγές του ποταμού Ερασινού, 19 χλμ. Δ της πόλης του Ναυπλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άργους …   Dictionary of Greek

  • μαξιλαρομάννα — η μεγάλο μαξιλάρι που πιάνει όλο το πλάτος του κρεβατιού, αλλ. μαξιλάρα, προσκεφαλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλάρι + μάννα*] …   Dictionary of Greek

  • προσκεφαλάδα — η, Ν μεγάλο προσκέφαλο, μαξιλάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσκεφαλάδι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α, μαχαίρ α)] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης (Αθηνών) — Η πλούσια συλλογή του μουσείου (Κυδαθηναίων 17, Πλάκα) αποτελείται από αντικείμενα και κειμήλια της περιόδου αναζωπύρωσης του καλλιτεχνικού αισθήματος του υπόδουλου ελληνισμού, μετά τα ηπιότερα μέτρα διακυβέρνησης της παρακμάζουσας Oθωμανικής… …   Dictionary of Greek

  • προσκεφαλάδα — η μεγάλο προσκέφαλο, αλλ. μαξιλάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”